χειμερινόν

χειμερινόν
χειμερινός
of
masc acc sg
χειμερινός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • CHLAENA — Latin. Laena, vestimenti genus antiquissimum ac Heroicum; duplex fuit togaeque superinduebatur. praesertim hyome ad propulsandum frigus, Plut. in Numa: Hesych. Χλαῖνα Χλαμὺς, inquit, ἠ ` ἰμάτιον χειμερινὸν ἀπὸ τȏυ χλιαίνειν ὅ ἐςτι θερμάινειν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • χειμερινός — ή, ό / χειμερινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, χειμωνιάτικος 2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”